κεράτωμα

κεράτωμα
(I)
το
ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma].
————————
(II)
το [κερατώνω]
η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεράτωμα — το, ατος προσβολή της συζυγικής τιμής: Αυτή του έχει κάνει πολλά κερατώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεράτωση — (I) η ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis]. (II) η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω] το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας …   Dictionary of Greek

  • κουντριά — η [κουντρώ] χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κέρατά του, κουτουλιά, κεράτωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”